- αποχαιρετιστήριος
- -α, -οαυτός που γίνεται για αποχαιρετισμό: Για να τον τιμήσουν περισσότερο οργάνωσαν και αποχαιρετιστήριο γεύμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αποχαιρετιστήριος — α, ο αυτός που γίνεται για αποχαιρετισμό («αποχαιρετιστήριο γεύμα», «αποχαιρετιστήρια παράσταση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αποχαιρετίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
συντακτήριος — ον, ΜΑ [συντακτήρ] το αρσ. ως ουσ. ὁ συντακτήριος (ενν. λόγος) αποχαιρετιστήριος λόγος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ συντακτήριον ο συντακτήριος λόγος αρχ. συντακτικός … Dictionary of Greek
συντακτικός — ή, ό / συντακτικός, ή, όν, ΝΑ, και συνταχτικός Ν [συντάσσω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύνταξη νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνταγμα μιας χώρας 2. το ουδ. ως ουσ. το συντακτικό γραμμ. το μέρος τής γραμματικής που… … Dictionary of Greek